- φλοιόρριζος
- -ον, Α1. (για φυτό) αυτός που έχει ρίζες αποτελούμενες από αλλεπάλληλα στρώματα φλοιού2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ φλοιόρριζατα βολβόρριζα φυτά.[ΕΤΥΜΟΛ. < φλοιός + -ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. σαρκό-ρριζος].
Dictionary of Greek. 2013.